- ἐνεχύριον
- ἐνεχύριοςpledgedmasc/fem acc sgἐνεχύριοςpledgedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεχύριος — ἐνεχύριος, ον και ενεχυριμαῑος, α, ον (Α) [ενέχυρον] 1. αυτός που δίδεται ή λαμβάνεται ως ενέχυρο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνεχύριον ή τὸ ἐνεχυριμαῑον το ενέχυρο … Dictionary of Greek